θάτερος

θάτερος
θάτερος, -έρα, -ον (AM)
έτερος, ο ένας από τους δύο, ο άλλος («δυοῖν θάτερον» — το ένα από τα δύο).
επίρρ...
θατέρως (Α)
1. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
2. εξάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση το άτερον με κράση (> τ. άτερον > θάτερον) με τον αρχικό τ. άτερος τής αντ. έτερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θἄτερος — ἅτερος , ἅτερος sṃ masc nom sg ἕτερος , ἕτερος D Mort. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάτερος — ἕτερος , ἕτερος D Mort. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • θατεράληπτος — θατεράληπτος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να εκληφθεί με άλλη σημασία, που μπορεί να παρερμηνευθεί εύκολα 2. αυτός που επαμφοτερίζει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, που δεν είναι σταθερός στην πίστη ή στη γνώμη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάτερος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”