- θάτερος
- θάτερος, -έρα, -ον (AM)έτερος, ο ένας από τους δύο, ο άλλος («δυοῖν θάτερον» — το ένα από τα δύο).επίρρ...θατέρως (Α)1. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο2. εξάλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση το άτερον με κράση (> τ. άτερον > θάτερον) με τον αρχικό τ. άτερος τής αντ. έτερος].
Dictionary of Greek. 2013.